μακρότατος

μακρότατος
μακρός
long
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • μακροτάτω — (Α) επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. τού μακρός] …   Dictionary of Greek

  • παμμήκης — παμμήκης, πάμμηκες (Α) 1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήκης (< …   Dictionary of Greek

  • παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • στιγμιαίος — α, ο / στιγμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και στιγμαῑος, αία, ον, Α αυτός που έχει ελάχιστη διάρκεια, που διαρκεί μόνο μια στιγμή (α. «στιγμιαία αναλαμπή» β. «ὁ μακρότατος βίος ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμιαῑος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”